μονογραμμικός

μονογραμμικός
-ή, -ό
1. φρ. «μονογραμμική καταγωγή»
εθνολ. η καταγωγή που υπολογίζεται με βάση τη γενεαλογική γραμμή τού ενός από τους δύο γονείς, είτε τής μητέρας, δηλ. η μητρογραμμική καταγωγή, είτε τού πατέρα, δηλ. η πατρογραμμική καταγωγή
2. «μονογραμμικό σύστημα συγγένειας»
εθνολ. σύστημα συγγένειας που ορίζεται αποκλειστικά από τη γραμμή καταγωγής τού ενός μόνο από τους δύο γονείς ή δίνει ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόγραμμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ιω. Σταματέλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μητρογραμμικός — ή, ό φρ. α) «μητρογραμμική καταγωγή» (κοινων. ανθρωπολ.) τύπος αναγνώρισης τής καταγωγής και κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο μόνο η μητρική γενεαλογική γραμμή υπολογίζεται στη μεταβίβαση τού ονόματος, τών προνομίων και στη συμμετοχή σε γένος ή σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”